πιπεροδοχείο

πιπεροδοχείο
το
πιπεριέρα (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πιπεροδοχείο — το, Ν η πιπεριέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιπέρι + δοχείο. Η λ. στον λόγιο τ. πιπεροδοχείον, μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • πιπεράς — Α [πίπερι] πιθ. πιπεροδοχείο …   Dictionary of Greek

  • πιπεριέρα — η πιπεροδοχείο (κατά το αλατιέρα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”